- ασχολίαστος
- [асхолиастос] εκ. некоммекгированный.
Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь). 2014.
Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь). 2014.
ασχολίαστος — η, ο 1. αυτός που δεν συνοδεύεται από σχόλια ή από ερμηνευτικό υπόμνημα 2. αυτός για τον οποίο δεν έγινε δημόσια κρίση ή συζήτηση 3. εκείνος εις βάρος του οποίου δεν έγιναν σχόλια. [ΕΤΥΜΟΛ. < α στερ. + σχολιάζω. Η λ. μαρτυρείται από το 1761… … Dictionary of Greek
ασχολίαστος — η, ο επίρρ. α 1. αυτός για τον οποίο δε γράφτηκαν ερμηνευτικά υπομνήματα, σχόλια: Έχω τον Ηρόδοτο, αλλά ασχολίαστο. 2. αυτός που δεν επικρίθηκε, δεν έγινε πλατιά συζήτηση: Η συμπεριφορά του στη διάρκεια της δικτατορίας κατάφερε να μείνει… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)